Πως οι Ινδιάνοι δίδαξαν τον φεμινισμό στους λευκούς (και πως εκείνοι τους κατέστρεψαν)

Οι άνθρωποι στη Δύση είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται για τη θέση της γυναίκας και τα δικαιώματά της ήδη από τον 15ο αιώνα από την εποχή της Κριστίν ντε Πιζάν. Επί τέσσερις αιώνες οι μορφωμένες γυναίκες και ορισμένοι προοδευτικοί άντρες πίεζαν για κοινωνικές αλλαγές που όμως δεν προέβλεπαν την αλλαγή του κατεστημένου, απλά την αναβάθμιση της θέσης της γυναίκας εντός του. Τον 19ο αιώνα όμως στις Η.Π.Α. έγινε κάτι μέχρι τότε αδιανόητο που προκάλεσε ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις και έθεσε τα θεμέλια για αυτό που θα αποκαλούσαμε σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα. Οι λευκές άποικες γυναίκες άρχισαν για πρώτη φορά να οραματίζονται έναν κόσμο στον οποίο γυναίκες και άντρες θα ήταν πολιτικά και κοινωνικά ίσοι με κάθε έννοια και σε κάθε επίπεδο και έτσι ξεκίνησε το φεμινιστικό κίνημα όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Και αυτή η μέχρι τότε αδιανόητη για τους δυτικούς σκέψη έγινε εφικτή εξαιτίας των ιθαγενών γυναικών. Και ως αντάλλαγμα οι λευκές γυναίκες κατέστρεψαν εκείνες και τον πολιτισμό τους.

Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας των Η.Π.Α. το 1776 έκανε τους λευκούς αποίκους να οραματιστούν έναν γενναίο καινούριο κόσμο όπου οι άνθρωποι θα ζούσαν ελεύθεροι από κάθε τυρρανία και καταπίεση. Στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση το 1789 έφερε ανάλογη αισιοδοξία για τη δημουργία ενός δημοκρατικότερου κόσμου για τους ανθρώπους. Οι γυναίκες στη Δύση, ενθαρρυμένες από τέτοιες νίκες της δημοκρατίας και από τις φλογερές διακηρύξεις των επαναστατών που υπόσχονταν ισότητα για όλους, άρχισαν να ελπίζουν σε μια ουσιαστικότερη αναβάθμιση της θέσης τους όμως πολύ σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την σκληρή διαπίστωση πως οι δημοκρατικές ευαισθησίες των απανταχού επαναστατών περιορίζονταν στους άντρες και άφηναν τις γυναίκες έκθετες. Οι άντρες επέλεγαν να παραβλέπουν πως οι επαναστάσεις τους πετύχαιναν σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της συμβολής και της αγωνιστικότητας των γυναικών και προτιμούσαν τις μεταρρυθμίσεις στον βαθμό που δεν έθιγαν τα δικά τους αντρικά προνόμια.

Οι οπαδοί των δικαιωμάτων των γυναικών αγωνίζονταν επί αιώνες για τον σκοπό τους με σχετικά μικρή επιτυχία καθώς, όπως συνειδητοποιούσαν, οι ρίζες της καταπίεσης των γυναικών ήταν βαθιές και στηρίζονταν στους αδιαμφισβήτητους μέχρι τότε θεσμούς της Εκκλησίας, της επιστήμης και του νόμου. Επί αιώνες οι ιερείς έλεγαν στις λευκές γυναίκες πως η κατωτερότητά τους ήταν επιβεβλημένη από τον θεό ως τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Η επιστήμη της εποχής επίσης τους έλεγε πως ήταν πιο αδύναμες από τους άντρες και είχαν μικρότερο εγκέφαλο και λιγότερη ευφυία. Και ο νόμος τους έλεγε πως τα λίγα δικαιώματα που είχαν περνούσαν υποχρεωτικά μέσα από τον έλεγχο και την έγκριση των αντρών. Η διεκδίκηση δικαιωμάτων σήμαινε για τις λευκές γυναίκες ότι έπρεπε να αντιταχθούν στο θέλημα του θεού, να πάνε αντίθετα στη φύση και να παρανομήσουν. Σουφραζίστριες όπως η Ματίλντα Τζόσλιν Γκέιτζ, η Λουκριτία Μοτ και η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον μετά από 40 χρόνια ακτιβισμού για τα δικαιώματα των γυναικών που δεν είχε επιφέρει σημαντικές αλλαγές, είχαν αρχίσει να απελπίζονται. Μήπως τελικά η υποτελής θέση της γυναίκας ήταν όντως φυσική και θεϊκά επιβεβλημένη όπως έλεγαν οι αντίπαλοί τους;

Η Ματίλντα Τζόσλιν Γκέιτζ
Η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον
Η Λουκριτία Μοτ

Η διεκδίκηση δικαιωμάτων σήμαινε για τις γυναίκες ότι έπρεπε να αντιταχθούν στο θέλημα του θεού, να πάνε αντίθετα στη φύση και να παρανομήσουν.

Κι όμως, ως δια μαγείας, οι γυναίκες αυτές που ήταν ανύπαρκτες στα μάτια του νόμου και διδάσκονταν από τη γέννησή τους πως ήταν φυσικό και ηθικό δικαίωμα των αντρών να κυριαρχούν πάνω τους κατάφεραν να οραματιστούν για πρώτη φορά έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δεν θα είχαν απλά μεγαλύτερο σεβασμό και καλύτερη πρόσβαση στην εκπαίδευση αλλά θα ήταν ίσες με τους άντρες με κάθε νομική, ηθική και κοινωνική έννοια. Η Γκέιτζ το διατύπωσε χαρακτηριστικά: «Δεν έχει υπάρχει στην ιστορία πιο σημαντική επανάσταση από εκείνη της Γυναίκας ενάντια στην τυραννία της Εκκλησίας και του Κράτους. Καμία άλλη δεν είχε τόσο μακροπρόθεσμες και σημαντικές επιπτώσεις. Η ευώδοσή της θα ανατρέψει κάθε υπάρχουσα μορφή αυτών των θεσμών. Η ολοκλήρωσή της θα φέρει έναν αναγεννημένο κόσμο.»2 Ο καταλύτης που οδήγησε στις πραγματικά ριζοσπαστικές αυτές απόψεις δεν ήταν τίποτε άλλο από το γεγονός πως οι γυναίκες αυτές έτυχε να εκτεθούν στο παράδειγμα κάποιων άλλων γυναικών που ζούσαν χειραφετημένες και ελεύθερες και διέθεταν δικαιώματα πέρα από κάθε φαντασία: τις ιθαγενείς γυναίκες της Β. Αμερικής.


Βλέπε επίσης:

Ο «άγνωστος στρατιώτης» των γυναικών και ο θρύλος του


H Άλις Φλέτσερ

«Συμφωνεί ο άντρας σου να δώσεις το άλογο;» Αυτή ήταν η ερώτηση που άλλαξε την ιστορία των γυναικών στη δύση μία για πάντα. Η ανθρωπολόγος Άλις Φλέτσερ περιέγραφε το 1888 στους εκπροσώπους των υποστηρικτών των γυναικείων δικαιωμάτων από όλον τον δυτικό κόσμο που είχαν συγκεντρωθεί στο Σένεκα Φολς για το Διεθνές Συνέδριο Γυναικών ένα περιστατικό που της είχε συμβεί ενώ μελετούσε τους Ινδιάνους Ομάχα. Μία ιθαγενής γυναίκα είχε θελήσει να της χαρίσει ένα εξαιρετικής ποιότητας άλογο. Η Φλέτσερ, βλέποντας την αξία του δώρου είχε ρωτήσει τη γυναίκα αν συμφωνούσε και ο σύζυγός της να δώσει το άλογο. Η γυναίκα μόλις άκουσε το ερώτημα ξέσπασε σε δυνατά γέλια και έσπευε να μοιραστεί με τους γύρω της την αστεία ερώτηση της λευκής γυναίκας. Σε πολύ λίγο η σκηνή της γυναίκας αντηχούσε από τα γέλια όλων όσων βρίσκονταν μέσα. Οι Ινδιάνοι έβρισκαν άστεια και οπισθοδρομική την ιδέα ότι ένας άντρας θα μπορούσε να έχει οποιονδήποτε έλεγχο πάνω στην περιουσία μίας γυναίκας. Για τις δυτικές γυναίκες που άκουγαν την ομιλία της Φλέτσερ, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να ζουν πάντα υπό την προστασία και τον έλεγχο κάποιου άντρα και δεν είχαν δικαίωμα να έχουν περιουσία και δεν τους άνηκαν ούτε καν τα παιδιά τους, αυτό ήταν μια εκπληκτική αποκάλυψη. Οι δυτικές κοινωνίες παρουσιάζαν την κατωτερότητα των γυναικών ως αναπόφευκτη και φυσική αλλά ξαφνικά οι κοινωνίες των ιθαγενών αποδείκνυαν στη πράξη πως αυτό ήταν ένα ψέμα. Όταν οι λευκές γυναίκες ανακάλυψαν τις ιθαγενείς κοινωνίες κατάλαβαν μια και καλή πως η υποταγή τους ήταν ένα ψεύτικο κατασκεύασμα των αντρών και βάλθηκαν να δημιουργήσουν έναν παρόμοιο κόσμο ισότητας και για εκείνες.

Οι δυτικές κοινωνίες παρουσιάζαν την κατωτερότητα των γυναικών ως αναπόφευκτη και φυσική αλλά ξαφνικά οι κοινωνίες των ιθαγενών αποδείκνυαν στη πράξη πως αυτό ήταν ένα ψέμα.

Η Γκέιτζ, η Μοτ και η Στάντον ζούσαν στην περιοχή που άνηκε στην Συνομοσπονδία των Ιροκουά ή Χοντενοσόνι (για συντομία Ιροκουά) και ήταν σε θέση να παρατηρήσουν πως οι κοινωνίες των Ιορκουά στηρίζονταν στην γυναικεία εξουσία και ήταν άμεσα δημοκρατικές (δηλαδή στις αποφάσεις συμμετείχαν όλοι εξίσου).1 Οι γυναίκες ήλεγχαν την οικονομία καθώς ήλεγχαν την παραγωγή και διανομή της τροφής, διέθεταν περιουσία ενώ είχαν τον τελικό έλεγχο της μεταβίβασης γης και έπαιρναν την τελική απόφαση για την κήρυξη πολέμου στον οποίον συχνά συμμετείχαν και εκείνες.1 Οι κοινωνίες των Ιροκουά ήταν μητρογραμμικές, δηλαδή τα παιδιά έπαιρναν το όνομα της μητέρας τους και έμεναν με τη μητέρα τους ενώ σε περίπτωση που εκείνη πέθαινε τα παιδιά έμενα στην οικογένεια της μητέρας τους.1 Η κάθε φυλή διέθετε μία «Μητέρα της Φυλής», δηλαδή μια ηλικιωμένη αξιοσέβαστη γυναίκα που αναγνωρίζονταν από τα μέλη της φυλής ως σοφή. Η Μητέρα της Φυλής μέχρι και σήμερα μοιράζεται την εξουσία με τον αρχηγό της φυλής και όχι μόνο τον συμβουλεύει αλλά είναι και εκείνη που τον εκλέγει και τον τοποθετεί στην θέση του φύλαρχου.1 Μπορεί επίσης να τον καθαιρέσει εφόσον κρίνει ότι η διακυβέρνησή του βλάπτει τη φυλή λαμβάνοντας υπόψην τον αντίκτυπο των πράξεών του επτά γενιές στο μέλλον!1 Ως αρχηγός της φυλής δεν μπορεί ποτέ να εκλεγεί κάποιος πολεμιστής (μιας και η Συνομοσπονδία των Ιροκουά ιδρύθηκε με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης) ή κάποιος που έχει κλέψει ή φερθεί άσχημα σε γυναίκα.1 Οι Ιροκουά σέβονται τη γη και την θεωρούν γεννέτειρά τους και τροφοδότισσά τους ενώ, σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ταυτίζουν τις γυναίκες με τη γη ως πηγή δημιουργίας. Έτσι οι γυναίκες των Ιροκουά απολαμβάνουν μεγάλου σεβασμού και η κακοποίηση ή ο βιασμός θεωρούνται αδιανόητα. Στην σπάνια περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί ο ένοχος τιμωρείται με θάνατο ή εξορία.1

Η Αραπάχο πολεμάρχισσα Όμορφη Μύτη ήταν μία από τις ιθαγενείς γυναίκες που πολέμησαν στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν το 1876 στην οποία η συμμαχία των Λακότα Σιου, Β. Τσεγιέν και Αραπάχο νίκησαν τον στρατό των Η.Π.Α.
Η Λακότα Μίνι Χόλοου Γουντ πολέμησε στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν και κέρδισε το προνόμιο να φορά το διάδημα του πολέμου με τα πολλά φτερά, ένα προνόμιο που αποκτούν μόνο οι πιο ηρωικοί πολεμιστές.
Η Τσεγιέν Γενναία Γυναίκα συνέβαλλε αποφασιστικά στη νίκη των Τσεγιέν και των Λακότα Σιου έναντια στον στρατό των Η.Π.Α. στη μάχη του Ρόουζμπαντ Κρικ το 1876.
Η Χουνπάπα Σιου Ρούχο που Κινείται (ή Τασιναμάνι) σε ηλικία 23 ετών πολέμησε στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν και σκότωσε δύο άντρες του στρατηγού Τζορτζ Κάστερ για να εκδικηθεί τον θάνατο του αδερφού της.
O Γουίλιαμ Μπλάκστοουν

Η Γκέιτζ, η Μοτ και η Στάντον διαπίστωσαν πως οι κοινωνίες των «άγριων» και «απολίτιστων» Ινδιάνων, όπως τους θεωρούσαν οι λευκοί άποικοι, ήταν πολύ πιο προοδευτικές και πολιτισμένες από τις δικές τους. Η νομοθεσία των Η.Π.Α. τον 19ο αιώνα ακολουθούσε την αγγλική νομοθεσία που στηρίζονταν στα νομοθετήματα του Γουίλιαμ Μπλάκστοουν που έλεγαν πως οι γυναίκες μετά τον γάμο έπαυαν να υπάρχουν ως αυθύπαρκτες προσωπικότητες και άνηκαν και εκπροσωπουνταν από τον σύζυγό τους και οτιδήποτε έκαναν το έκαναν «υπό την σκέπη του, την προστασία του και την κάλυψή του» όπως έλεγε ο σχετικός νόμος. Οι παντρεμένες γυναίκες όχι μόνο δεν μπορούσαν να διαθέτουν περιουσία και χρήματα αλλά δεν διέθεταν ούτε καν τον έλεγχο του σώματός τους καθώς οι άντρες τους είχαν δικαίωμα να τις βιάζουν και να τις χτυπούν αρκεί να μην τους άφηναν κάποια μόνιμη αναπηρία και όταν οι γυναίκες εργάζονταν οι μισθοί τους άνηκαν στον άντρα τους όπως και η προίκα τους. Ο σύζυγος μπορούσε ακόμα και να πάρει τα παιδιά χωρίς να ρωτήσει τη γυναίκα του και να τα δώσει αλλού για να τα μεγαλώσουν. Οι γυναίκες επίσης δεν μπορούσαν να κάνουν μήνυση ή να πάνε στο δικαστήριο (ακόμα και η τυχόν υπεράσπισή τους γίνονταν από τον άντρα τους) και δεν μπορούσαν να φτιάξουν διαθήκη ή να ψηφίσουν. Την ίδια στιγμή που οι γυναίκες των Ιροκουά είχαν έλεγχο της περιουσίας τους, του σώματός τους και των παιδιών τους και είχαν πολιτική δράση στις Η.Π.Α. οι λευκές παντρεμένες γυναίκες καθώς και όλες οι έγχρωμες που ήταν δούλες κυριολεκτικά δεν είχαν κανένα δικαίωμα.

H αστυνομία καταδίωκε και επέστρεφε στον σύζυγό τους τις γυναίκες που εγκατέλειπαν καταπιεστικούς γάμους όπως επέστρεφαν στον αφέντη τους τους δούλους που είχαν αποδράσει.

Οι λευκές γυναίκες συναναστρεφόμενες τις ιθαγενείς γυναίκες έβλεπαν στην πράξη πως μια κοινωνία διαφορετική από τη δική τους όπου οι γυναίκες ήταν σεβαστές και διέθεταν εξουσία ήταν κάτι εφικτό. Έβλεπαν πως το να χτυπάνε οι σύζυγοι τις γυναίκες τους δεν ήταν κάτι φυσιολογικό ή δεδομένο όπως θεωρούσαν τα δικαστήρια στην δική τους κοινωνία που σε τέτοιες περιπτώσεις άφηναν το ζευγάρι «να τα βρει» μόνο του για να μην διαταραχθεί η συζυγική αρμονία. Πολλές από αυτές τις λευκές γυναίκες προσπαθούσαν να εκπολιτίσουν τους λευκούς άντρες γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες στα οποία περιέγραφαν την ασφάλεια που απολάμβαναν οι ιθαγενείς γυναίκες όταν κυκλοφορούσαν δημόσια καθώς ο βιασμός και η κακοποίηση των γυναικών ήταν αδιανόητα για τους Ινδιάνους.2 «Ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω» έλεγε ο θεός των λευκών αλλά η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον, εμπνευσμένη από το παράδειγμα των ιθαγενών, τόλμησε να ζητήσει για τις λευκές γυναίκες το δικαίωμα διαζυγίου σε περίπτωση κακών και καταπιεστικών γάμων και γι΄αυτό την αποκάλεσαν αιρετική.2 Την ίδια στιγμή η αστυνομία καταδίωκε και επέστρεφε στον σύζυγό τους τις γυναίκες που εγκατέλειπαν καταπιεστικούς γάμους όπως επέστρεφαν στον αφέντη τους τους δούλους που είχαν αποδράσει.


Βλέπε επίσης:

Μία κυρία στο στοιχειωμένο σπίτι: Πως η γοτθική λογοτεχνία χειραφέτησε τις γυναίκες


Ήταν το παράδειγμα των ιθαγενών γυναικών που ντύνονταν άνετα και πρακτικά που έκανε τις λευκές γυναίκες να συνειδητοποιήσουν επίσης τη μεγάλη τυραννία των δικών τους ρούχων που τις εξανάγκαζαν να κουβαλάνε παντού βαριές φούστες και περίπλοκα υφάσματα και να σφίγγουν ασφυκτικά το σώμα τους με κορσέδες και τις εμπόδιζαν να κινηθούν ελεύθερα. Το 1851 η Ελίζαμπεθ Σμιθ Μίλερ εμφανίστηκε στο Πίτερμπορο ντυμένη σκανδαλωδώς με φαρδιά παντελόνια εμπνευσμένα από τα σαλβάρια που φορούσαν οι Τουρκάλες, μία κίνηση που τόλμησε να κάνει ενθαρρυμένη από τον τρόπο που ντύνονταν οι ιθαγενείς γυναίκες γύρω της. Τα παντελόνια αυτά αργότερα ονομάστηκαν «μπλούμερς» από το όνομα της σουφραζίστριας εκδότριας Αμέλια Μπλούμερ που τα έκανε γνωστά και έμελλαν να προκαλέσουν αντιδράσεις αλλά και να συμβάλλουν κομβικά στη χειραφέτηση των γυναικών στη Δύση.2 Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα η Στάντον είχε φτάσει στο σημείο να διεκδικεί το δικαίωμα των γυναικών στην αντισύλληψη, ένα δικαίωμα που οι ιθαγενείς γυναίκες θεωρούσαν δεδομένο.

Αριστερά, η Ελίζαμπεθ Σμιθ Μίλερ ντυμένη με «μπλούμερς». Δεξιά ιθαγενής γυναίκα της Β. Αμερικής ντυμένη με παραδοσιακή φορεσιά που περιλαμβάνει παντελόνι. Οι ιθαγενείς γυναίκες έδειξαν στις λευκές πως ήταν εφικτό και ηθικό να ντύνονται πιο βολικά και άνετα.

Οι λευκές γυναίκες εμπνεύστηκαν και ενδυναμώθηκαν από τις ιθαγενείς γυναίκες και πολλές από αυτές βάλθηκαν να βοηθήσουν κι εκείνες με τη σειρά τους χτίζοντας σχολεία και νοσοκομεία ιθαγενών και συμμετέχοντας ενεργά στην διαδικασία αφομοίωσης των ιθαγενών πληθυσμών. Στην πράξη όμως, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, αυτές οι ενέργειες οδήγησαν στην εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών και την απόλυτη καταστροφή του πολιτισμού τους.


Βλέπε επίσης:

Τι κάνουν λάθος οι άντρες στην ιστορία


Το φθινόπωρο του 1879 η 41χρονη τότε Άλις Φλέτσερ από το Μπρούκλιν παρακολούθησε μία ομιλία που έμελλε να αλλάξει όχι μόνο τη δική της ζωή αλλά και την ιστορία όλων των γυναικών στη Δύση. Ομιλητής ήταν ο Όρθια Αρκούδα, ο αρχηγός της φυλής Πόνκα, που έκανε περιοδεία στις ανατολικές Η.Π.Α. προσπαθώντας να κερδίσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης στον αγώνα της φυλής του ενάντια στην εξαφάνιση αφού μερικά χρόνια πριν το Κονγκρέσο είχε κυρήξει τη φυλή Πόνκα έκπτωτη και είχε απαλλοτριώσει τη γη που της άνηκε. Οι λευκοί κυριολεκτικά είχαν σβήσει τους Πόνκα από τον χάρτη! Όμως δεν ήταν οι αγωνιώδεις εκκλήσεις του Όρθια Αρκούδα εκείνες που έκαναν εντύπωση στη Φλέτσερ όσο η παρουσία και η ευγλωττία μίας γυναίκας, της Σουζέτ Λα Φλες που είχε Γαλλoαμερικανική και Πόνκα καταγωγή και εκτελούσε χρέη μεταφράστιας για τον φύλαρχο.

Ο Όρθια Αρκούδα ήταν αρχηγός της φυλής Πόνκα που το 1879 κατάφερε να κερδίσει δικαστικά το δικαίωμα για κάθε ιθαγενή να θεωρείται «υποκείμενο του νόμου» και έτσι έγινε ο πρώτος ιθαγενής που κέρδισε πολιτικά δικαιώματα στις Η.Π.Α.
H Σουζέτ Λα Φλες

Η Άλις Φλέτσερ δεν ήταν μια τυχαία πλούσια κυρία της Νέας Υόρκης αλλά μια πολύ δραστήρια φεμινίστρια που ήταν ηγετική φυσιογνωμία στις λέσχες κυριών που εκείνη την εποχή έσπαγαν το κατεστημένο καθώς επέτρεπαν στις λευκές πλούσιες και καλλιεργημένες γυναίκες να συναντιούνται σε δημόσιους χώρους και να συζητάνε ελεύθερα χωρίς τη συνοδεία αντρών. Αυτές οι γυναίκες εφάρμοζαν και προωθούσαν ένα είδος φεμινισμού που δεν ήταν τόσο πολιτικοποιημένος και μαχητικός όπως εκείνος των σουφραζιστών και των φεμινιστών όπως η Σούζαν Μπ. Άντονι και η Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον και δεν επεδίωκαν την αλλαγή στο καθεστώς των γυναικών αλλά αποσκοπούσαν περισσότερο στην ανέλιξη και πρόσβαση στην εξουσία των μελών τους. Όταν η Φλέτσερ άκουσε την ομιλία του Όρθια Αρκούδα μέσα από τα παθιασμένα λόγια της Σουζέτ Λα Φλες ανακάλυψε ένα νέο πεδίο δράσης και επιρροής για τις λευκές πλούσιες γυναίκες που διέκριναν αμέσως τις ευκαιρίες που έκρυβε αυτό που αργότερα θα αποκαλούνταν «αποικιακός φεμινισμός» (settler feminism).

Τον 19ο αιώνα η ανθρωπολογία έβλεπε την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών γραμμικά, δηλαδή θεωρούσε ότι οι κοινωνίες εξελίσσονταν με το πέρασμα του χρόνου από το πρωτόγονο στάδιο της αγριότητας σε εκείνο της βαρβαρότητας και εν τέλει στο πιο εξελιγμένο. Οι λευκοί δυτικοί ανθρωπολόγοι έβλεπαν τις δυτικές κοινωνίες ως το απαύγασμα του ανθρώπινου πολιτισμού ενώ θεωρούσαν τις κοινωνίες των ιθαγενών οπισθοδρομικές και κολλημένες σε ένα πρωγενέστερο, λιγότερο αναπτυγμένο στάδιο. Οι μη λευκές κοινωνίες θεωρούνταν οπισθοδρομικές και πρωτόγονες και οι έγχρωμοι άνθρωποι θεωρούνταν ότι είχαν παραμείνει σε ένα πρωγενέστερο στάδιο εξέλιξης. Οι έγχρωμοι αφρικανικής καταγωγής θεωρούνταν ότι ήταν κολλημένοι στο στάδιο της αγριότητας από το οποίο δεν μπορούσαν να εξελιχθούν ενώ οι έγχρωμοι ιθαγενείς της Αμερικής θεωρούνταν ότι βρισκονταν στο στάδιο της βαρβαρότητας και οι ανθρωπολόγοι τους αντιμετώπιζαν σαν ζωντανά απολιθώματα και όχι σαν ανθρώπους.

Η Άλις Φλέτσερ πηγαίνει στην Ουάσινγκτον κρατώντας τις αναφορές της. Φωτογραφία της Τζέην Γκέι.

Έτσι η Φλέτσερ θεωρούσε πως αν μελετούσε τη ζωή των ιθαγενών γυναικών θα κατάφερνε να βρει τα αίτια και τους λόγους που είχαν οδηγήσει στην καταπίεση και περιορισμό των γυναικών και στη δική της κοινωνία αφού φαντάζονταν, όπως όλοι οι λευκοί εκείνη την εποχή, πως οι «βάρβαροι» και «απολίτιστοι» ιθαγενείς θα διέκριναν και θα περιόριζαν τις γυναίκες σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι δυτικές κοινωνίες και ότι θα ζούσαν σε καθεστώς τεράστιας ανισότητας και εκμετάλλευσης των γυναικών. Στα επιστημονικά έντυπα της εποχής οι κοινωνίες των Ινδιάνων παρουσιάζονταν βάρβαρες και οπισθοδρομικές στις οποιες οι τεμπέληδες και άεργοι άντρες εκμεταλλεύονταν τις γυναίκες θέτωντάς τες ουσιαστικά σε ένα καθεστώς δουλείας. Οι λευκές κοινωνίες αντίθετα θεωρούνταν το απαύγασμα του πολιτισμού στον οποίον άντρες και γυναίκες ακολουθούσαν διαφορετικούς αλλά συμπληρωματικούς ρόλους (οι άντρες στον δημόσιο χώρο, οι γυναίκες στον ιδιωτικό) που ήταν ισάξιοι και εξίσου σημαντικοί. Σε αυτή την φαντασιακή θεώρηση του δυτικού πολιτισμού οι άντρες προσέφεραν ιπποτικά στις γυναίκες τη δυνατότητα να μην εργάζονται και να παραμένουν στο σπίτι φροντίζοντας τα παιδιά και την οικογένεια καθώς η οικιακή εργασία θεωρούνταν δώρο αγάπης και όχι κανονική εργασία.


Βλέπε επίσης:

Η αιμοδιψής ιέρεια-βασίλισσα των Μότσε


Αντίθετα όμως από ότι περίμενε η Φλέτσερ, αποδείχθηκε πως οι ιθαγενείς γυναίκες ζούσαν όχι απλώς καλύτερα από τις υποτίθεται «προνομιούχες» λευκές γυναίκες, αλλά κατείχαν τόσο κεντρική και σημαντική θέση στις κοινωνίες των ιθαγενών της Β. Αμερικής που λευκοί δεν μπορούσαν να διανοηθούν. Η Φλέτσερ έκανε την επαναστατική για την εποχή της σκέψη πως οι ιθαγενείς δεν ήταν καταδικασμένοι να μείνουν για πάντα σε καθεστώς βαρβαρότητας αλλά θα μπορούσαν να «σωθούν» με τη βοήθεια των λευκών γυναικών όπως εκείνη που θα τους καθοδηγούσαν προς τον πολιτισμό όπως καθοδηγούν οι μητέρες τα παιδιά τους. «Είναι καλύτερα να θεωρούμε τις λεγόμενες εξαρτημένες φυλές σαν παιδιά και όχι σαν «άγριους» ή «βάρβαρους»» έγραψε το 1900.

Ινδιάνα με τα δυο παιδιά της φωτογραφημένη μπροστά στη σκηνή της από την Τζέην Γκέι.

Όταν το 1881 η Φλέτσερ επισκέφθηκε τον Καθιστό Βούβαλο, τον μεγάλο ηγέτη των Σιου που ένωσε τις φυλές τους και οργάνωσε τη μεγαλύτερη αντίσταση των ιθαγενών ενάντια στους λευκούς, εκείνος είχε μία κουβέντα να της πει που ήλπιζε πως θα εισακούγονταν από μία γυναίκα. «Είσαι γυναίκα» της είπε. «Λυπήσου τις γυναίκες μας που δεν έχουν μέλλον. Οι νέοι άντρες μας μπορούν να γίνουν σαν τους λευκούς άντρες, να καλλιεργήσουν τη γη, να φέρουν φαγητό και ρούχα. Θα πάρουν τη δουλειά από τα χέρια των γυναικών και οι γυναίκες, στις οποίες οφείλαμε τα πάντα στο παρελθόν, θα χάσουν όλα όσα τους έδιναν δύναμη και αξία στους λαούς μας. Δώσε ένα μέλλον στις γυναίκες μας!»

Ο Καθιστός Βούβαλος ήταν αρχηγός των ινδιάνων Χουνκπάπα Λακότα που ηγήθηκε του λαού του στην πιο μεγάλη νίκη των ιθαγενών ενάντια στον στρατό των Η.Π.Α. στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν και επί χρόνια ήταν επικεφαλής της σκληρότερης αντίστασης των ινδιάνων ενάντια στις διώξεις των λευκών αποίκων.

Η Φλέτσερ, αν και είχε δει πόσο ελεύθερες και σημαντικές ήταν οι γυναίκες στις κοινωνίες των Ινδιάνων, δεν κατάλαβε ποτέ για ποιο πράγμα μιλούσε ο Καθιστός Βούβαλος. Γυναίκες όπως η Φλέτσερ το θεωρούσαν προσωπική τους υποχρέωση να «εκπολιτίσουν» με κάθε κόστος τους ιθαγενείς και να τους φέρουν πιο κοντά στο πρότυπο του λευκού πολιτισμού και, ενώ δήλωναν πως επιθυμούσαν να τους προστατέψουν, εφάρμοζαν και τους επέβαλλαν τα δικά τους ηθικά και κοινωνικά μέτρα με αποτέλεσμα επί της ουσίας να διαλύουν τον κοινωνικό και πολιτισμικό ιστό των φυλών που έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι περισσότερες φυλές της Αμερικής ήταν οργανωμένες γυναικοκεντρικά και μητρογραμμικά αλλά αυτό ήταν άγνωστο για τις λευκές κυρίες όπως η Φλέτσερ που έβλεπαν τις ιθαγενείς γυναίκες που εφάρμοζαν την πολυανδρία σαν πόρνες και τα παιδιά που για τους ιθαγενείς άνηκαν μόνο στη μητέρα τους και τη φυλή για τις λευκές γυναίκες ήταν ορφανά που έπρεπε να «προστατευθούν» και απομακρύνονταν από τη μητέρα τους και την οικογένειά τους και εξανάγκαζαν τους ιθαγενείς να ζουν μονογαμικά και πατριαρχικά. Η γη επίσης που για τους ιθαγενείς ήταν κοινωτική και άνηκε συλλογικά στη φυλή, εξαιτίας των λευκών γυναικών σαν την Φλέτσερ χωρίστηκε σε οικόπεδα και αποδώθηκε σε ατομικές ιδιοκτησίες που άνηκαν σε άντρες δημιουργώντας έτσι πατριαρχικές οικογένειες και δομές εξουσίας ενώ οι γυναίκες αναγκάζονταν να ζουν πλέον εξαρτημένες από τους άντρες.

Για την συγγραφέα Πώλα Γκαν Άλεν ήταν ακριβώς ο γυνοκρατικός χαρακτήρας του πολιτισμού των ιθαγενών της Β. Αμερικής εκείνο που έκανε τους λευκούς να επιδιώκουν την πολιτισμική γενοκτονία τους.4 «Οι άποικοι θεώρησαν (και δικαίως) πως όσο οι γυναίκες κρατούσαν αδιαμφισβήτητη εξουσία τέτοιου μεγέθους κάθε απόπειρα ολικής κατάκτησης της ηπείρου ήταν προορισμένη να αποτύχει. Τους αιώνες που ακολούθησαν τις πρώτες προσπάθειες αποικιοποίησης στις αρχές του 16ου αιώνα οι εισβολείς κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να απομακρύνουν τις Ινδιάνες γυναίκες από κάθε θέση εξουσίας, να εξαφανίσουν κάθε απόδειξη ότι το κοινωνικό σύστημα των ιθαγενών ήταν γυνοκεντρικό και να εξασφαλίζουν πως κανένας Αμερικάνος και ελάχιστοι Ινδιάνοι θα θυμόντουσαν πως η πρωταρχική κοινωνική τάξη της ινδιάνικης Αμερικής πριν το 1800 ήταν γυνοκεντρική».4

Όμως η Στάντον και η Γκέιτζ (η Μοτ είχε πεθάνει) διαφωνούσαν με αυτό το «εκπολιτιστικό» πρόγραμμα γυναικών όπως η Φλέτσερ γιατί θεωρούσαν πως ο χριστιανισμός και η δυτική δομή της κοινωνίας δεν αποτελούσαν πρόοδο για τις γυναίκες αλλά φορείς καταπίεσης.5 Παρατηρώντας τις κοινωνίες των ιθαγενών η Στάντον κατέληξε πως η καταπίεση των γυναικών δεν ήταν καθόλου θεϊκή βούληση και το 1895 εξέδοσε τη «Βίβλο των Γυναικών», ίσως το σημαντικότερο έργο της, στην οποία αποκαλούσε την Εκκλησία «ακρογωνιαίο λίθο» της γυναικείας καταπίεσης. Την ίδια στιγμή οι συντηρητικές δυνάμεις στην κοινωνία της ενέπλεκαν τον θεό στο σύνταγμα και έβαζαν την προσευχή στα σχολεία.

H Ματίλντα Τζόσλιν Γκέιτζ

Η φεμινίστρια Ματίλντα Τζόσλιν Γκέιτζ είχε μεγαλώσει με αληθινές ιστορίες όπως εκείνη της Μαίρης Τζέμισον, μιας κοπέλας ιρλανδικής καταγωγής που την απήγαγαν οι ιθαγενείς όταν ήταν 12 ετών και οταν αργότερα επιχείρησαν οι λευκοί να τη «σώσουν» εκείνη είχε αφομοιωθεί τόσο καλά στην κοινωνία των Ινδιάνων και περνούσε τόσο καλά που αρνήθηκε να επιστρέψει στον πολιτισμό των λευκών. Η Γκέιτζ άρχισε να μελετά τους Ιροκουά αναγνωρίζοντας στον τρόπο οργάνωσής τους ένα είδος κοινωνίας που μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τις δυτικές κοινωνίες και επί 20 χρόνια έγραφε και μιλούσε για αυτούς προωθώντας τον πολιτισμό τους και τα αιτήματά τους.

Η Γκέιτζ διαπίστωσε ότι η κοινωνία των Ιροκουά ήταν κατά βάση αγροτική, γεγονός που τους ωθούσε στην εκτίμηση της τροφής και κατά συνέπεια στην αναγνώριση και τον σεβασμό των γυναικών ως ζωοδότες και τροφοδότρες τόσο γιατί γεννούσαν παιδιά και τα έτρεφαν με το γάλα τους αλλά και γιατί η γεωργία, δηλαδή η δημιουργία τροφής για τη φυλή, ήταν κατά βάση γυναικεία ενασχόληση. Οι άντρες κυνηγούσαν και έφερναν κρέας αλλά, όπως έχει αποδειχθεί σε όλες τις τροφοσυλλεκτικές και γεωργικές κοινωνίες, το κυνήγι πάντα αποτελεί δευτερεύουσα πηγή διατροφής και αποδίδει μικρό μόνο μέρος από τις συνολικές θερμίδες της κοινότητας. Οι Ιροκουά θεωρούσαν πως οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες για οτιδήποτε μέσα στη γη ενώ οι άντρες για οτιδήποτε πάνω στη γη και έτσι διατηρούσαν μια ισορροπία φύλου που οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός ανώτερου, ειρηνικού πολιτισμού ισότητας. «Τρεις από τις πέντε ιερές γιορτές των Ιροκουά είναι γεωργικές» έγραψε η Γκέιτζ. «Στην χριστιανική Ευρώπη κατά τον μεσαίωνα περιφρονούσαν τον γεωργό ενώ αποδέχονταν τον πολεμιστή ως τον αριστοκράτη του πολιτισμού. Με το να τιμούν τη γεωργία τρεις φορές τον χρόνο, οι Όνγκε Χόνγουε ξεπερνούν σε σοφία τους ανθρώπους της Ευρώπης2

Νεαρή Ινδιάνα φωτογραφημένη στις αρχές του 20ου αιώνα.

Η αξία που είχε εργασία των ιθαγενών γυναικών έκανε την Ελίζαμπεθ Κάντι Στάντον να αναλογισθεί την απαξίωση της εργασίας των λευκών γυναικών στον ευρωαμερικανικό πολιτισμό (αν η γυναικεία εργασία θεωρούνταν σημαντική, έγραψε η Στάντον, θα πληρώνονταν κιόλας) και να καταλάβει πως στην πραγματικότητα όχι απλώς δεν ήταν καθόλου ασήμαντη αλλά ήταν και η ίδια η πηγή της δύναμής τους καθώς αναγνώρισε αυτό που έβλεπαν και οι ιθαγενείς: ότι η γεωργία προέκυπτε αβίαστα από την ικανότητα των γυναικών να γεννούν. Η Στάντον είδε στις ανάγκες που προέκυπταν από την μητρότητα την κινητήριο δύναμη για τη δημιουργία πολιτισμού ενώ στον χριστιανισμό είδε μία εχθρική προς τη γυναίκα δύναμη που αποσκοπούσε στον να την απαξιώσει και να την καθυποτάξει και η Γκέιτζ συμφώνησε. «Οι γυναίκες και οι εργασίες τους αντιμετωπίστηκαν με μίσος από τους χριστιανούς ιεραποστόλους και με περιφρόνηση αλλά και φόβο ταυτόχρονα από τους ασκητές και τους μοναχούς. Η ιέρεια μητέρα μετατράπηκε σε κάτι χυδαίο και συνδέθηκε με τον διάβολο ενώ οι ιστορίες της μετατράπηκαν σε διαβολικά ξόρκια και η μαγειρική της σε δηλητήριο, όχι, ακόμα καλύτερα, η ίδια η πηγή αμαρτίας για τον άντρα. Έτσι η γυναίκα από μητέρα και ιέρεια έγινε μάγισσα. Οι διώξεις των μαγισσών του μεσαίωνα όπου χιλιάδες γυναίκες κάηκαν στην πυρά ήταν το πικρό αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Ο χριστιανισμός βάζοντας το όπλο της θρησκείας στα χέρια του άντρα ολοκλήρωσε την κυριαρχία του».2


Βλέπε επίσης:

Μάγισσες, σοκολάτες και απείθαρχες γυναίκες (και μερικές συνταγές)


Όμως το «εκπολιτιστικό» πρόγραμμα των λευκών μετέτρεπε τους άντρες με το ζόρι σε γεωργούς και ιδιοκτήτες γης και περιόριζε τις γυναίκες στο σπίτι με αποτέλεσμα όχι μόνο να διαβρώνονται τα δικαιώματα των γυναικών αλλά να καταστρέφεται η ίδια η δομή της κοινωνίας των ιθαγενών. Για είκοσι περίπου χρόνια η Φλέτσερ εργάστηκε για τον «εκπολιτισμό» των ιθαγενών της Αμερικής προκαλώντας τεράστια καταστροφή. Η ίδια η Φλέτσερ όχι μόνο απέκτησε τεράστιο επιστημονικό κύρος αλλά κέρδισε και μία θέση ερευνητή επί πληρωμή στο μουσείο Πίμποντι.5 Την ίδια στιγμή η Λα Φλες που τη βοηθούσε όλα αυτά τα χρόνια και επί της ουσίας έκανε εφικτή τη δράση της δημιουργώντας για λογαριασμό της πρόσβαση στις φυλές που εκείνη όντας λευκή δεν διέθετε παρέμεινε απλήρωτη βοηθός της.5 Η Φλέτσερ με τη δράση της κυριολεκτικά κατέστρεψε τους ιθαγενείς αλλά η ίδια κέρδισε τεράστια κοινωνική και πολιτική αναγνώριση και έγινε μάλιστα και η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε θέση ερευνητή στο Χάρβαρντ 85 ολόκληρα χρόνια πριν το Χάρβαρντ να δεχτεί ως φοιτήτριες γυναίκες.5 Η Φλέτσερ καταστρέφοντας τους ιθαγενείς και κυρίως τις γυναίκες έγινε η πιο σημαντική επιστήμονας των τελών του 19ου αιώνα.

Αντίθετα όμως από τις λευκές προνομιούχες γυναίκες όπως η Άλις Φλέτσερ που αδυνατούσαν επί της ουσίας να κατανοήσουν τις ιθαγενείς γυναίκες, η Γκέιτζ, που σταδιακά απομονώθηκε από τους περισσότερους σουφραζιστές της εποχής της λόγω του ριζοσπαστικού και ακτιβιστικού χαρακτήρα της, κατανοούσε πολύ καλά τη θέση των ιθαγενών λαών. «Οι Ινδιάνοι μας, αν και ζουν ανάμεσά μας, είναι στην πραγματικότητα ξένες δυνάμεις» έγραψε κάποια στιγμή. «Η χώρα μας όχι μόνο έχει υπογράψει συνθήκες μαζί τους αλλά τους πληρώνει (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται) ετησίως διάφορα ποσά εξαιτίας αυτών των συνθηκών… Το να τους εξαναγκάσουμε να γίνουν πολίτες [των Η.Π.Α.] θα ήταν σαν να προσαρτούσαμε με το ζόρι στην κυβέρνησή μας την Κούβα, το Μεξικό ή τον Καναδά και θα ήταν εξίσου άδικο.»2

Βλέπε επίσης:

Το «φαινόμενο Ματίλντα» και πως η γυναίκα που το ανακάλυψε έπεσε θύμα του


Η Χάριετ Μάξγουελ Κόνβερς

Η Γκέιτζ πέρασε τόσο χρόνο με τους Μοχώκ που στο τέλος, με τη βοήθεια της ιστορικού Χάριετ Μάξγουελ Κόνβερς που αγωνίζονταν για τα δικαιώματα των Ιροκουά, υιοθετήθηκε από τη φυλή του Λύκου των Μοχώκ και της έδωσαν το όνομα «Εκείνη που Κουβαλά τον Ουρανό». Έτσι η Γκέιτζ έγινε μέλος του συμβουλίου των Μητέρων της φυλής και διέθετε το δικαίωμα ψήφου στις αποφάσεις τους. Ειρωνικά την ίδια χρονιά είχε δικαστεί από τον δικό της λαό γιατί είχε εισβάλλει σε ένα εκλογικό κέντρο και είχε ψηφίσει με τη βία καθώς απαγορεύονταν στις γυναίκες να ψηφίζουν.2 Η Γκέιτζ ως γυναίκα είχε αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα στην κοινωνία των ιθαγενών της Αμερικής τη στιγμή που στην δική της τής τα αρνούνταν με τη βία.

Η Τζέην Γκέι.

Την ίδια στιγμή η Άλις Φλέτσερ έκανε περιοδεία στην περιοχή των Νε Περσέ στο Αϊντάχο καταγράφοντας τη γη τους με σκοπό να την απαλλοτριώσει και να την αναδιανείμει στους άντρες της φυλής που η κυβέρνηση των Η.Π.Α. θεωρούσε πια αρχηγούς της οικογένειας. Μετά το πέρας της περοδείας της Φλέτσερ οι Νε Περσέ έχασαν το 75% της γης τους, μισό εκατομμύριο εκτάρια(!), τον έλεγχο της οποίας πήραν οι Η.Π.Α. και τη μοίρασαν σε λευκούς άποικους.5 Ειρωνικά, όσο η Φλέτσερ εργάζονταν για τις καταστροφικές για τους ιθαγενείς μεταρρυθμίσεις και τους επέβαλλε την υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα και τη μονογαμικότητα, εκείνη συζούσε ελεύθερα με την τότε σύντροφό της, τη φωτογράφο Τζέην Γκέι που την βοηθούσε με την απλήρωτη εργασία της καθώς έβγαζε φωτογραφίες, έγραφε και ασχολουνταν με τις οικιακές εργασίες.5 Η Φλέτσερ και η Γκέι δεν ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Οι λεγόμενοι «γάμοι της Βοστόνης» στους οποίους δύο λευκές πλούσιες γυναίκες συζούσαν με ή χωρίς ερωτικές σχέσεις ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άντρα ήταν πολύ συνηθισμένοι καθώς η ηθική και η ανωτερότητα των λευκών γυναικών θεωρούνταν αδιαμφισβήτητη ενώ αντίθετα οι ομοφυλόφυλες σχέσεις των έγχρωμων (μαύρων, ερυθρόδερμων και ασιατών) θεωρούνταν απειλή για την πρόοδο και την ηθική.5

Η Άλις Φλέτσερ κοιτάζει ένα έγγραφο που παραχωρεί γη στους Νε Περσέ. Φωτογραφία της Τζέην Γκέι.
Η Φράνσις Χάρπερ

Όμως οι έγχρωμοι που γυναίκες όπως η Φλέτσερ ήθελαν να «εκπολιτίσουν» με το ζόρι και να τους θέσουν υπό την προστασία τους δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να δεχτούν αυτή την καταστροφική βοήθεια που συχνά έρχονταν για να αμβλύνει ένα πρόβλημα που είχαν δημιουργήσει οι λευκοί. Στο Διεθνές Συνέδριο των Γυναικών το 1888 δεν μίλησε μόνο η Φλέτσερ αλλά και η συγγραφέας Φράνσις Χάρπερ. «Η κυρία Φλέτσερ υποστήριξε τη βοήθεια του Ινδιάνου και του Νέγρου υπό τον χαρακτηρισμό Εξαρτημένες Φυλές» είπε η Χάρπερ. «Θεωρώ τιμή μου να εκπροσωπώ τον Νέγρο όχι σαν κάποιον υποτελή που ζητά τη συμπάθεια των Βόρειων ή τη συμπόνοια των Νότιων αλλά σαν μέλος του πολιτικού σώματος που ζητά δικαιοσύνη από το έθνος.» Η δικαιοσύνη, είπε η Χάρπερ, ήταν δικαίωμα όλων ανεξάρτητα από τις φαντασιώσεις των λευκών ότι διέθεταν κάποιου είδους πλεονέκτημα σε σχέση με την ευφυία τους ή το πολιτισμό τους που δήθεν τους επέτρεπε να διεκδικούν την κηδεμονία των άλλων φυλών. Οι έγχρωμες φεμινίστριες όπως η Χάρπερ, η Χάριετ Τζέικομπς και η Ζιτκάλα-Σα αρνούνταν την επιθετική μεγαλοθυμία των λευκών και ζητούσαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.5

Η Χάριετ Τζέηκομπς
Η Ζιτκάλα-Σα

Βλέπε επίσης:

Εγώ δεν είμαι γυναίκα;


Η ζωή και ο πολιτισμός των Ινδιάνων όπως ήταν φυσικό αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης πολλών λευκών αντρών και ορισμένων λευκών γυναικών όπως η Φλέτσερ αλλά οι λευκές έρευνες τα παρουσίαζαν κατά βάση λανθασμένα γιατί τα ερμήνευαν μέσα από την πατριαρχική οπτική του δυτικού πολιτισμού και έτσι είτε υποτιμούσαν, απαξίωναν ή απέκρυπταν τα γυνοκρατικά χαρακτηριστικά είτε τα ερμήνευαν με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζει πατριαρχικός.4 Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ακόμα και οι άνθρωποι που γνώριζαν πολλά για τους ιθαγενείς από τα βιβλία ή και που ακόμα είχαν ταξιδέψει στις περιοχές τους να θεωρούν τη γυνοκρατία ξένη προς τον ινδιάνικο πολιτισμό.4 Παράλληλα οι λευκοί παρουσίαζαν στην λαϊκή τους τέχνη τους ινδιάνους ως οπισθοδρομικούς, βίαιους επικίνδυνους και καταπιεστικούς προς τις γυναίκες τους ενώ τους θεωρούσαν τεμπέληδες και ανίκανους να εκπαιδευθούν.4 Όμως οι ίδιοι οι Ινδιάνοι γνώριζαν πολύ καλά τον πολιτισμό τους και τις ικανότητές τους.

Όταν το 1913 οι Αμερικάνες σουφραζίστριες ζήτησαν από την Iνδιάνα Μαρί Λουίζ Μποτινό Μπόλντουιν να φτιάξει ένα ινδιάνικο άρμα για την πορεία που είχαν οργανώσει στην Ουάσινγκτον εκείνη αρνήθηκε γιατί γνώριζε πως οι λευκές φεμινίστριες είχαν στο μυαλό τους ένα άρμα που θα παρουσιάζε τις Iνδιάνες όπως ήταν παλιά και σύμφωνα με την στερεοτυπική εικόνα που είχαν για εκείνες οι λευκοί. Έτσι προτίμησε να παρελάσει η ίδια μαζί με τις συμμαθήτριές της και τις δασκάλες τους από τη Σχολή Νομικής της Ουάσινγκτον όπου σπούδαζε τότε. Ήθελε να περάσει το μήνυμα πως οι Iνδιάνες ήταν μοντέρνες γυναίκες που σπούδαζαν και ζούσαν όπως και οι λευκές και θωρούσε πως οι ιθαγενείς ήταν σημαντικό να σπουδάσουν νομική για να προστατέψουν τη γη τους και τις συνθήκες τους. Το 1914 έγινε η πρώτη ιθαγενής της Β. Αμερικής που αποφοίτησε από τη νομική.5

Η Μαρί Λουίζ Μποτινό Μπόλντουιν από τη φυλή των Τσιπέουα ήταν μία από τις πρώτες ιθαγενείς γυναίκες της Β. Αμερικής που πήρε πτυχίο νομικής το 1914. Εδώ ποζάρει με υπόβαθρο και φορώντας στους καρπούς της χειροτεχνήματα με χάντρες που κατασκεύασαν ιθαγενείς γυναίκες.
Η Πέγκι Φλάναγκαν έγινε το 2018 η πρώτη ιθαγενής της Β. Αμερικής που εκλέχθηκε αντικυβερνήτης.
Η Πώλα Γκαν Άλεν

Την δεκαετία του ’70 κάποιες φεμινίστριες φλέρταραν με την ιδέα κάποιων προϊστορικών μητριαρχιών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις ελπίδες των γυναικών για μια κοινωνία ισότητας όμως οι περισσότεροι επιστήμονες θεώρησαν πως κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ. Όμως η Σιου συγγραφέας Πώλα Γκαν Άλεν έγραψε πως το μητριαρχικό όραμα των φεμινιστών της Δύσης δεν ήταν κάτι απροσδιόριστο και αμφίβολο που χάνονταν στην άχλη του παρελθόντος αλλά κάτι που υπήρχε δίπλα τους στις κοινωνίες των ιθαγενών της Αμερικής: «Πεποιθήσεις, συμπεριφορές και νόμοι όπως εκείνοι των Ιροκουά αποτελούν μέρος του φεμινιστικού οράματος ανά τον κόσμο. Όμως συχνά οι φεμινιστές θεωρούν πως κανείς δεν έχει βιώσει μία κοινωνία στην οποία οι γυναίκες ήταν χειραφετημένες και που η γυναικεία χειραφέτηση να αποτελεί τη βάση του πολιτισμού της. Το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η φεμινιστική κοινότητα επειδή δεν γνωρίζει την ύπαρξη των σύγχρονων γυναρχικών κοινωνιών σε αυτήν εδώ την ήπειρο είναι αχρείαστη σύγχιση, διχασμός και πολύς χαμένος χρόνος4


Βλέπε επίσης:

Το βασίλειο της θεάς των φιδιών: Ήταν η μινωική Κρήτη μητριαρχία;


Οι ιθαγενείς γυναίκες της Β. Αμερικής ζούσαν σε καθεστώς ισότητας πολύ πριν την άφιξη των λευκών αποίκων. Διέθεταν έλεγχο της περιουσίας τους και της ζωής τους, διατηρούσαν την οικονομική τους ανεξαρτησία και μετά τον γάμο, διέθεταν τεράστια κοινωνική και πολτική εξουσία και ζούσαν ελεύθερες από τον φόβο οποιασδήποτε σωματικής βίας. Ακόμα και σήμερα, μετά την εκτεταμένη και συστηματική αλλοτρίωση των ιθαγενών πολιτισμών από τους λευκούς, οι Μητέρες των έξι ιθαγενών εθνών εξακολουθούν να δαθέτουν την εξουσία και ευθύνη να ορίζουν και να καθαιρούν τους αρχηγούς των φυλών. Ο φεμινισμός δεν «εισήχθηκε» στην Αμερική με την άφιξη των λευκων γυναικών αλλά προϋπήρχε από καιρό. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια οι λευκές γυναίκες εξακολουθούν να έχουν πολλά να μάθουν από τις ιθαγενείς γυναίκες.

1. Wagner, Sally Roesch (17-04-2020). “How Native American Women Inspired the Women’s Rights Movement”. National Park Service.

2. Wagner, S. R. (2001). Sisters in Spirit: Iroquois Influence on Early Feminists. Native Voices.

3. Pierson, R. R., Chaudhuri, N., & McAuley, B. (1998). Nation, Empire, Colony: Historicising gender and race. Amsterdam University Press.

4. Allen, P. G. (1992). The Sacred Hoop: Recovering the Feminine in American Indian Traditions. Amsterdam University Press.

5. Schuller, K., & Cooper, B. (2021). The Trouble with White Women. PublicAffairs.