Το παιδί που έκλεψαν οι νεράιδες

Μια φορά κι έναν καιρό δύο νεράιδες περπατούσαν στο δάσος όταν ξαφνικά είδαν ένα μπόγο με ρούχα. Τον πλησίασαν και το κοίταξαν πιο προσεκτικά, περίεργες που βρέθηκε μέσα στη μέση του δάσους, και είδαν πως μέσα στα ρούχα κάτι κουνιόνταν και έβγαζε μικρούς ήχους σαν νιαουρίσματα. Έκαναν στην άκρη τα ρούχα και αυτό που είδαν τις άφησε έκπληκτες.

«Ένα παιδί!» είπε η πρώτη.

«Ένα ανθρώπινο παιδί» συμπλήρωσε η άλλη.

Κοίταξαν ολόγυρα αλλά δεν υπήρχε κανένας παρά μόνο το δάσος και ένας μεγάλος κάθετος βράχος που έβλεπε κατευθείαν στη θάλασσα.

Τότε η πρώτη νεράιδα είπε «Ό,τι δεν το αποζητά κανείς είναι δικαιωματικά δικό μας» και η δεύτερη νεράιδα έσκυψε και μάζεψε το μωρό και το έβαλε κάτω από το σάλι της για να το ζεστάνει. Μετά οι δύο νεράιδες με το μωρό συνέχισαν το δρόμο τους και χάθηκαν μέσα στο δάσος.

Την ίδια στιγμή δύο ψαράδες επέστεφαν με τη βάρκα τους από το ψάρεμα. Καθώς κατευθύνονταν προς το λιμάνι ο ένας από αυτούς κοίταξε προς τον κάθετο βράχο και άφησε μια κραυγή.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο άλλος.

«Μου φαίνεται πως κάποιος βρίσκεται πάνω στον βράχο είπε ο πρώτος. «Δεν βλέπεις;»

Ο άλλος προσπάθησε να δει μέσα από την αντηλιά. «Σαν να βλέπω κάτι» είπε. «Κανένα πουλί θα είναι.»

«Είναι πολύ μεγάλο για να είναι πουλί» είπε ο πρώτος ψαράς και έπιασε το τιμόνι της βάρκας.

«Δεν θα πάμε εκεί! Το πλοίο θα χτυπήσει στα βράχια!» φώναξε ο άλλος.

«Μη φοβάσαι. Δεν θα χτυπήσουμε. Πως να πάμε σπίτια μας ενώ κάποιος μπορεί να βρίσκεται εκεί πάνω και να είναι πληγωμένος ή να πονάει;» είπε ο πρώτος ψαράς και οδήγησε τη βάρκα προς τον βράχο. Μετά σκαρφάλωσαν και οι δύο στον βράχο και στην κορυφή βρήκαν μια κοπέλα ξαπλωμένη. Τη σήκωσαν και την κατέβασαν στη βάρκα τους και συνέχισαν τον δρόμο τους προς το λιμάνι. Όταν έφτασαν στο χωριό έδωσαν την κοπέλα στις γυναίκες να την κάνουν καλά. και μετά από δύο ημέρες η κοπέλα συνήλθε.

«Που είναι το μωρό μου;» φώναξε αμέσως. «Φέρτε μου το παιδί μου!»

Οι γυναίκες τρόμαξαν από τις φωνές της και μαζεύτηκαν στην άκρη χωρίς να ξέρουν τι να πουν. Δεν είχαν βρει κανένα παιδί. Τελικά μια ηλικιωμένη γυναίκα την πλησίασε και της είπε: «Καλό μου κορίτσι, κάνε κουράγιο! Δεν υπήρχε παιδί στον βράχο όπου σε βρήκαμε. Μπορεί να έπεσε στη θάλασσα,»

«Αποκλείεται!» φώναξε η κοπέλα. «Το είχα τυλίξει καλά και το είχα αφήσει στο δάσος μέχρι να πάω και να βρω νερό για να του δώσω. Δεν το κρατούσα όταν έπεσα. Πρέπει να πάω να το βρω!»

Αλλά δεν την άφηναν να σηκωθεί και της έλεγαν πως ήταν ακόμα πολύ αδύναμη για να κυκλοφορεί μόνη της. Της είπαν όμως πως θα έστελναν τους άντρες να ψάξουν στο δάσος. Κι έτσι έκαναν.

Οι άντρες έψαξαν και ξανάψαξαν το δάσος, μέρα και νύχτα, αλλά δεν βρήκαν κανένα μωρό και επέστρεψαν στο χωριό με άδεια χέρια. Είπαν στην κοπέλα να φανεό δυνατή και πως το μωρό μάλλον θα το είχε βρει κάποιος περαστικός και θα το είχε πάρει στο σπίτι του για να το σώσει. Και άρχισαν να ρωτάνε στην γύρω περιοχή μήπως και κάποιος είχε βρει ένα μωρό στο δάσος. Αλλά μάταια. Κανείς δεν είχε βρει τίποτα.

Η κοπέλα έμεινε στο χωριό μέχρι που έγινε εντελώς καλά. Μετά ευαρίστησε τους κατοίκους και ξεκίνησε να βρει το μωρό. Ήταν το μοναδικό που της είχε απομείνει σε ετούτον τον κόσμο γιατί ο πατέρας του είχε πεθάνει. Οι κάτοικοι του χωριού προσπάθησαν να την μεταπείσουν και να την κάνουν να μείνει μαζί τους γιατί τώρα πια πίστευαν πως το μωρό είχε πεθάνει και είχαν αρχίσει να αγαπούν την κοπέλα.

«Θα ξανάρθω μόλις βρω το μωρό μου» τους είπε εκείνη «αλλά μέχρι τότε σας χαιρετώ.»

Άρχισε να περιπλανιέται από υποστατικό σε υποστατικό και από χωριό σε χωριό και να ρωτάει για το μωρό της αλλά κανείς δεν το είχε δει. Στο τέλος έφτασε σε ένα μέρος όπου είχαν κατασκηνώσει τσιγγάνοι.

«Μήπως είδατε το μωρό μου;» τους ρώτησε γιατί ήξερε πως οι τσιγγάοι ταξίδευαν πολύ και μπορεί να ήξεραν που βρίσκονταν αλλά κι εκείνοι δεν είχαν ιδέα. Την φιλοξένησαν όμως και της έδωσαν ζεστό νερό να κάνει μπάνιο και φαγητό για να φάει.

Όταν άκουσαν την ιστορία της τής είπαν να μείνει μαζί τους για λίγο. Σε λίγες ημέρες θα συνέχιζαν το ταξίδι τους προς το βορρά για να συναντήσουν κι άλλους τσιγγάνους που ήταν συγγενείς τους. Ανάμεσά τους υπήρχε και μια πολύ σοφή γιαγιά που ίσως να μπορούσε να βοηθήσει. Έτσι η κοπέλα έμεινε με τους τσιγγάνους και τους ακολούθησε στον βορρά. Όταν έφτασαν την πήγαν μπροστά στη σεβάσμια γιαγιά και ζήτησαν τη συμβουλή της.

«Κάτσε κοντά μου» της είπε η γιαγιά «και δώσε μου το χέρι σου.»

Η κοπέλα, πολύ στενοχωρημένη που δεν έβρισκε το μωρό της, έκατσε δίπλα στη γιαγιά και της έδωσε το χέρι της. Οι ώρες περνούσαν και η γιαγιά συνέχιζε να κρατά το χέρι της κοπέλας με τα μάτια κλειστά. Κάποια στιγμή στη μέση της νύχτας άνοιξε τα μάτια της, άφησε το χέρι της κοπέλας, πήρε μερικά βότανα από ένα καλάθι δίπλα της και τα έριξε στη φωτιά. Πυκνός καπνός πέταχτηκε και στροβιλίστηκε γύρω από το κεφάλι της γιαγιάς που παρακολουθούσε προσεκτικά τη φωτιά. Όταν ο καπνός καταλάγιασε γύρισε και ξανάπιασε το χέρι της κοπέλας και το χάιδεψε τρυφερά.

«Μην ψάχνεις άλλο, γλυκιά μου κοπέλα» της είπε «γιατί το παιδάκι σου το πήραν οι νεράιδες κι ό,τι παίρνουν οι νεράιδες σπάνια το επιστρέφουν.»

Η κοπέλα είχε ακούσει για τις νεράιδες της περιοχής και ήξερε ότι δεν υπήρχαν πιο ισχυρές.

«Μπορείς να μου δώσεις κάποιο ξόρκι για να ξαναπάρω το παιδάκι μου;» παρακάλεσε τη γιαγιά.

Η ηλικιωμένη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της λυπημένα. «Η σοφία μου είναι τόσο παλιά όσο η ανθρωπότητα» της είπε. «Αλλά η σοφία που έχουν οι νεράιδες είναι τόσο παλιά όσο ο κόσμος όλος. Κανένα δικό μου ξόρκι δεν μπορεί να τα βάλει με τις νεράιδες.»

«Μα τότε» είπε η κοπέλα απελπισμένη «αν δεν μπορώ να πάρω πίσω το παιδάκι μου, τότε καλύτερα να πεθάνω.»

«Όχι» της είπε η γιαγιά. «μπορεί να υπάρχει κάποιος τρόπος. Περίμενε λίγο. Μείνε μαζί μας μέχρι να ξαναφύγουν οι δικοί μου. Μέχρι τότε μπορεί να έχω σκεφτεί κάτι.»

Όταν ήρθε η μέρα να χωρίσουν και πάλι οι τσιγγάνοι και να πάρουν τους ξεχωριστούς τους δρόμους, η γιαγιά τσιγγάνα φώναξε και πάλι την κοπέλα.

«Ήρθε η εποχή που έρχονται όλες οι νεράιδες από όλον τον κόσμο για να συναντηθούν στο βασίλειό τους» είπε η γιαγιά. «Μόλις μαζευτούν όλες, θα διαλέξουν μία που θα τις κυβερνά για τα επόμενα εκατό χρόνια. Αν μπορέσεις να βρεις το βασίλειό τους μπορεί να υπάρχει τρόπος να ξαναπάρεις το παιδάκι σου πίσω.»

«Πες μου τι να κάνω!» φώναξε ανυπόμονη η κοπέλα.

«Αν και οι νεράιδες είναι πολύ σοφές δεν μπορούν να φτιάξουν τίποτα μόνες τους» είπε η σοφή τσιγγάνα. «Όλα όσα έχουν πρέπει ή να τους τα δώσουν ή να τα κλέψουν. Κι επειδή είναι πολύ περήφανες και θέλουν μόνο το καλύτερο, αν βρεις να τους δώσεις κάτι που είναι μοναδικό σε όλο τον κόσμο, μπορεί να σου δώσουν πίσω το μωρό σου.»

«Μα πως να βρω κάτι τέτοιο;» ρώτησε η κοπέλα. «Και πως να βρω το βασίλειο των νεράιδων;»

«Για το πρώτο δεν έχω απάντηση» είπε η σοφή. «Για το δεύτερο, ίσως να μπορείς να πληρώσεις για να μπεις στο βασίλειο των νεράιδων.»

Τότε η σοφή τσιγγάνα ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι της κοπέλας, την ευλόγησε και έκανε ένα ξόρκι να είναι ασφαλής σε νερό, γη, φωτιά και αέρα στο ταξίδι της. Μετά την αποχαιρέτησε.

Οι τσιγγάνοι αναχώρησαν και σκόρπισαν στους διαφορετικούς προορισμούς τους αλλά η κοπέλα έμεινε πίσω να σκέφτεται όσα της είχε πει η σοφή γιαγιά. Δεν ήταν ένα, αλλά δύο τα πράγματα που έπρεπε να κάνει. Το ένα ήταν να εξαγοράσει την είσοδό της στο βασίλειο των νεράιδων και το άλλο ήταν να εξαγοράσει το μωρό της. Έπρεπε να βρει πράγματα αλήθινά πολύτιμα και σπάνια διαφορετικά οι νεράιδες δεν θα ασχολούνταν μαζί τους. Που να τα έβρισκε όμως μια φτωχή κοπέλα όπως εκείνη;

Στην αρχή δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα αλλά καθώς η ώρα περνούσε άρχισε να σκέφτεται όσα είχε ακούσει για κάθε θαυμαστό πράγμα στο κόσμο. Και αυτό που ξεχώρησε στο μυαλό της ήταν ο λευκός μανδύας του Νέχταν και η άρπα του Ραντ με τις χρυσές χορδές. Και τότε ξεκαθάρισε στο μυαλό της τι έπρεπε να κάνει.

Σηκώθηκε και πήγε στη θάλασσα και άρχισε να σκαρφαλώνει τα βράχια και να μαζεύει τα απαλά λευκά πούπουλα που έπεφταν από το στήθος των πουλιών που φώλιαζαν εκεί. Τα βράχια δεν έκοβαν ούτε μελάνιαζαν τα χέρια και τα πόδια της, ούτε της έκαναν κακό το μεγάλα κύματα που έσκαγαν πάνω της. Ούτε που ένιωθε τον ήλιο που έπεφτε καυτός επάνω της και οι δυνατοί άνεμοι που λυσσομανούσαν ολόγυρά της δεν την απασχολούσαν καθόλου. Το ξόρκι της σοφής τσιγγάνας την προστάτευε από νερό, γη, φωτιά και αέρα.

Όταν μάζεψε όσα πούπουλα ήθελε, έκατσε και ύφανε έναν μανδύα τόσο απαλό και λευκό που ήταν λες και ήταν σύνεφο από τον ουρανό ενώ σκέφτονταν πόσο πολύ ήθελε να ξαναβρεί το παιδάκι της. Όταν τελείσε έκοψε τα μακριά χρυσά της μαλλιά, κράτησε μια τούφα, και με τα υπόλοιπα κέντησε χρυσή μπορντούρα στις άκρες του μανδύα ενώ σκέφτονταν πόσο πολύ αγαπούσε το παιδάκι της. Όταν τελείωσε άπλωσε τον μανδύα στο χορτάρι.

Μετά άρχισε να ψάχνει κάτι για να φτιάξει τον σκελετό της άρπας της. Τελικά βρήκε τα κόκαλα από κάποια ζώα της θάλασσας που είχαν ξεβραστεί στη στεριά που είχαν γίνει κάτασπρα από τον ήλιο και εντελώς λεία από τις παλοίρριες και έμοιαζαν σαν το πιο ακριβό ελεφαντόδοντο. Τα λύγισε και τα έδεσε και έφτιαξε τον σκελετό της άρπας. Μετά τοποθέτησε χορδές που είχε φτιάξει από την τούφα από τα μαλλιά της που είχε κρατήσει και τις τέντωσε καλά. Μετά κούρδισε την άρπα ενώ σκέφτονταν πόσο της είχε λείψει το παιδάκι της και άρχισε να παίζει και η μελωδία ήταν τόσο γλυκιά που τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν και έκατσαν να ακούσουν.

Μετά η κοπέλα φόρεσε τον μανδύα και κρέμασε την άρπα στον ώμο της και ξεκίνησε να βρει το βασίλειο των νεράιδων. Επειδή δεν υπήρχε τρόπος θνητός άνθρωπος να βρει μόνος του το βασίλειο, η κοπέλα κρύφτηκε σε έναν θάμνο και περίμενε κάποια νεράιδα να περάσει.

Μετά από κάποιες ώρες που η κοπέλα έμεινε κρυμένη χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο άρχισαν και οι νεράιδες να εμφανίζονται. Η κοπέλα τις παρακολουθούσε να περνάνε ψηλές, λυγερές και με σκούρο δέρμα και τίποτα δεν έδειχνε πως δεν ήταν άνθρωποι παρά μόνο τα αυτιά τους που ήταν μακριά και μυτερά στις άκρες και τα μάτια τους που ήταν πολύ μεγάλα και αμυγδαλωτά. Η κοπέλα τις ακολούθησε κρυφά και έφτασε μέχρι την πύλη του βασίλείου τους όπου τις παρακολούθησε όλες να μπαίνουν μέσα μία μία. Όπως ήλπιζε και η κοπέλα, μία από τις νεράιδες έφτασε τελευταία και αργοπορημένη. Η κοπέλα άπλωσε τον μανδύα της έτσι ώστε να φαίνεται όσο καλύτερα γινόταν και βγήκε από την κρυψώνα της.

Η νεράιδα έκανε πίσω τρομαγμένη. «Δεν είσαι νεράιδα εσύ!» φώναξε θυμωμένα. «Τι δουλειά έχει μια θνητή στη συγκέντρωση των νεράιδων;» Μετά πρόσεξε τον μανδύα και είδε πως έπεφτε χυτός από τον γιακά μέχρι την ούγια και η μπορντούρα της έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου όταν πέφτουν στη θάλασσα. Η νεράιδα έχασε τη μιλιά της και άρχισε να θαυμάζει αχόρταγα τον μανδύα με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά της μάτια.

«Τι θέλεις για να μου δώσεις τον μανδύα σου, θνητή;» ρώτησε. «Τον θέλω!»

«Δεν τον πουλάω τον μανδύα μου» της είπε η κοπέλα και δήθεν αδιάφορα τίναξε τον μανδύα στον αέρα έτσι ώστε να πέσει πάνω του το φως και να αστράψει και να ζωντανέψουν τα πανέμορφα σχέδια που είχε στην μπορντούρα αποκαλύπτοντας όλη την ομορφιά που του είχαν δώσει τα συναισθήματα που ένιωθε η κοπέλα όταν τον ύφαινε και τον κένταγε με τα χρυσά της μαλλιά.

«Αν αφήσεις κάτω τον μανδύα θα τον σκεπάσω με χρυσό και θα είναι όλος δικός σου αν μου τον δώσεις» είπε η νεράιδα.

«Όλο το χρυσάφι του κόσμου δεν φτάνει για να αγοράσεις τον μανδύα» είπε η κοπέλα. «Αλλά έχει κι αυτός την τιμή του…»

«Πες μου τότε!» φώναξε η νεράιδα χτυπωντας τα πόδια της στο χώμα ανυπόμονα. «Ό,τι κι αν ζητήσεις θα το έχεις!»

«Πάρε με μαζί σου στο βασίλειο των νεράιδων και θα σου δώσω τον μανδύα» απά ντησε η κοπέλα.

«Δώσε μου τον μανδύα» φώναξε θυμωμένη η νεράιδα «και θα σε πάρω μαζί μου.»

Αλλά η κοπέλα δεν έδινε τον μανδύα γιατί ήξερε πως οι νεράιδες ήταν κλέφτρες και ξεγελούσαν όποιον δεν πρόσεχε.

«Αποκλείεται!» είπε. «Πρώτα θα με πάρεις στο βασίλειο των νεράιδων και μετά θα σου δώσω τον μανδύα.»

Έτσι η νεράιδα την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε μαζί της μέσα στην πύλη. Όταν μπήκαν μέσα η κοπέλα της έδωσε τον μανδύα.

Όταν οι νεράιδες είδαν πως είχε μπει στο βασίλειό τους μια θνητή έτρεξαν να την πετάξουν έξω αλλά η κοπέλα κρύφτηκε γρήγορα πίσω από τη νεράιδα που την είχε βάλει μέσα. Όταν οι άλλες νεράιδες είδαν τον μανδύα ξέχασαν εντελώς την κοπέλα και άρχισαν να θαυμάζουν τον μανδύα, να τον αγγίζουν και να ζητάνε να τον φορέσουν.

Η κοπέλα κοίταξε ολόγυρα και είδε έναν θρόνο όπου κάθονταν η νέα βασίλισσα των νεράιδων. Πλησίασε με θάρρος και ζήτησε να τη δει.

«Τι έχεις εκεί, θνητή;» ρώτησε η βασίλισσα.

«Μια άρπα» είπε η κοπέλα.

«Έχω πολλές άρπες» είπε η βασίλισσα αδιάφορα.

«Όχι όμως σαν κι αυτή!» είπε η κοπέλα και, αφού ξεκρέμασε την άρπα από τον ώμο της, άρχισε να παίζει χαιδεύοντας τις χρυσές χορδές με τα δάχτυλά της. Ο αέρας γέμισε με μια γλυκιά μελωδία γεμάτη ανύπωτη χαρά και προσμονή όπως αισθάνονταν η κοπέλα ελπίζοντας στα τρίσβαθα της καρδιάς της καναβρεί το παιδάκι της και οι υπόλοιπες νεράιδες ξέχασαν τον μανδύα και γύρισαν να ακούσουν. Η βασίλισσα τότε άπλωσε τα χέρια της.

«Δώσε μου την άρπα!» φώναξε.

«Όχι!» είπε η κοπέλα. «Είναι δικιά μου.»

Τότε η βασίλισσα πήρε ένα πονηρό ύφος αλλά είπε με αδιάφορο ύφος «Εντάξει, λοιπόν. Κράτησέ την. Αλλά άσε με τουλάχιστον να παίξω κι εγώ μία φορά για να δω αν ακούγεται καλά από κοντά.»

«Α, μια χαρά ακούγεται και από κοντά» απάντησε η κοπέλα. «Την κούρδισα με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν χρειάζεται να τη δοκιμάσεις.» Ήξερε πολύ καλά πως αν η βασίλισσα έπαιρνε την άρπα δεν θα την επέστρεφε ποτέ.

«Έλα τώρα» είπε η βασίλισσα. «Μια παλιοάρπα είναι στο κάτω κάτω. Απλά έτυχε να μου αρέσει. Πες μου τι θέλεις για αυτή και ίσως να σου το δώσω.»

«Δεν ξέρω» είπε δήθεν διστακτικά η κοπέλα. «Έφτιαξα την άρπα με τα ίδια μου τα χέρια και έφτιαξα τις χορδές από τα χρυσά μου μαλλιά. Δεν υπάρχει άλλη σαν κι αυτή σε όλο τον κόσμο. Δεν θα ήθελα να την αποχωρηστώ.»

Η βασίλισσα έχασε την υπομονή της. «Ζήτα επιτέλους ό,τι θέλεις!» φώναξε. «Ό,τι κι αν ζητήσεις θα σου το δώσω, αλλά δώσε μου την άρπα!»

Η κοπέλα κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να ζητήσει αυτό που ήθελε περισσότερο από κάθε τι άλλο.

«Τότε δώσε μου το παιδάκι μου που το έκλεψαν οι νεράιδές σου από το δάσος δίπλα στον βράχο που βλέπει στη θάλασσα» είπε η κοπέλα.

Η βασίλισσα έκανε πίσω στον θρόνο σκεπτικά. Αυτό ήταν τεράστιο τίμημα και δεν ήθελε να το πληρώσει. Ήθελε το παιδί να μείνει με τις νεράιδες. Έτσι διέταξε να φέρουν σακούλια χρυσάφι και να τα ρίξουν στα πόδια της κοπέλας.

«Εδώ είναι θησαυρός που θα ζήλευε και βασιλιάς» της είπε. «Πάρτον όλον και δώσε μου την άρπα.»

Όμως η κοπέλα απάντησε: «Δώσε μου το παιδί μου.»

Μετά η βασίλισσα πρόσθεσε πολύτιμα πετράδια στον σωρό με τον χρυσό μέχρι που η κοπέλα βρέθηκε σκεπασμένη μέχρι τη μέση.

«Όλα αυτά θα γίνουν δικά σου» τη δελέασε η βασίλισσα. «Είναι πολύ καλή τιμή για την άρπα.»

Όμως η κοπέλα παρέμεινε αμετάπειστη και δεν έριξε ούτε μία ματιά στα πλούτη που βρίσκονταν γύρω της.

«Δώσε μου το παιδί μου» ξαναείπε.

Όταν η βασίλισσα είδε πως δεν άλλαζε γνώμη αναστέναξε και διέταξε να φέρουν το παιδί. Οι νεράιδες έφεραν το μωρό και εκείνο αναγνώρισε τη μητέρα του αμέσως και άπλωσε τα χεράκια του προς το μέρος της. Όμως η βασίλισσα το κράτησε μακριά από την κοπέλα και δεν την άφηνε να το πάρει.

«Πρώτα δώσε την άρπα!» είπε η βασίλισσα.

«Πρώτα δώσε εσύ το παιδί!» είπε η κοπέλα και δεν άφηνε κανέναν να ακουμπήσει την άρπα.

Έτσι η βασίλισσα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Έδωσε το μωρό στην κοπέλα και μετά η κοπέλα της έδωσε την άρπα.

Η βασίλισσα χάιδεψε τις χορδές της άρπας και άρχισε να παίζει και γλυκιά μουσική γέμισε όλο το βασίλειο των νεράιδων τόσο όμορφη που όλες οι νεράιδες έμειναν ακίνητες να ακούν. Τόσο γοητευμένες ήταν που δεν πρόσεξαν την κοπέλα που ξεγλύστρισε έξω από το βασίλειο με το μωρό στην αγκαλιά.

Η κοπέλα έτρεξε μακριά αφήνωντας τις νεράιδες να ακούνε γοητευμένες τη μουσική που έπαιζε η βασίλισσά τους μπορεί και για τα επόμενα εκατό χρόνια. Πήγε με το μωρό της στο ψαροχώρι όπως είχε υποσχεθεί όπου έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τέλος της ζωής τους.

(Λαϊκό παραμύθι από τη Σκωτία)

Σχολιάστε